- ευανάτροφος
- εὐανάτροφος, -ον (Α)ο καλοθρεμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + -ανα-τροφος (< ανατρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐανάτροφον — εὐανάτροφος well fed masc/fem acc sg εὐανάτροφος well fed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)